φαρυγγορραγία

φαρυγγορραγία
η
(ιατρ.), αιμορραγία του φάρυγγα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαρυγγορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τού φάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngorragie < φάρυγξ, υγγος + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι «σπάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”